- στυλίτης
- ομοναχός που μονάζει πάνω σε στύλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στυλίτης — standing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν (ιδίως στον πληθ.) οι στυλίτες εκκλ. ασκητές τής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν πάνω σε στύλους κατά το υπόδειγμα τού οσίου Συμεών τού Στυλίτη μσν. αρχ. αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
στυλιτῶν — στυλίτης standing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίτην — στυλίτης standing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίτου — στυλίτης standing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλίτῃ — στυλίτης standing masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
στυλίτας — στυλίτᾱς , στυλίτης standing masc acc pl στυλίτᾱς , στυλίτης standing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДАНИИЛ СТОЛПНИК — [греч. Δανιὴλ ὁ Στυλίτης] (409 493), прп. (пам. 11 дек.). В соответствии с 1 й редакцией Жития (BHG, N 489) Д. С. род. в дер. Мерафа (в др. источниках, Марафа, Мифара или Вифара) близ г. Самосата в Сирии (ныне г. Самсат на юго востоке Турции).… … Православная энциклопедия
столпник — святой, запершийся в столпе . От столп, образовано по аналогии греч. Στυλίτης – то же от στῦλος колонна (Радченко, AfslPh 24, 593 и сл.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера